αρχονταρείον

αρχονταρείον
ἀρχονταρεῑον, το (Μ) [αρχοντάρης]
1. αίθουσα υποδοχής των αρχόντων σε βυζαντινό παλάτι
2. σκηνή εκστρατείας για τους ταγματικούς και θεματικούς άρχοντες στημένη κοντά στη βασιλική σκηνή
3. το αρχονταρίκι* του μοναστηριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”